- κρημναμενᾶν
- κρήμνημιhangpres part mp masc/fem gen pl (doric)κρήμνημιhangpres part pass masc/fem gen pl (doric)κρημνᾱμενᾶν , κρημνάωpres part mp masc/fem gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρημναμέναν — κρημναμένᾱν , κρήμνημι hang pres part mp fem acc sg (doric aeolic) κρημναμένᾱν , κρήμνημι hang pres part pass fem acc sg (doric aeolic) κρημνᾱμένᾱν , κρημνάω pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… … Dictionary of Greek